L’amour!

 

Ο έρωτας πουλά. Εν το καλλύτερο μάρκετινγκ έχουν να πούσιν! Έτσι αποφάσισα να ονομάσω το άρθρο ετούτο “Αγάπη”- λαμούρ αλά γαλλικά… αλλά μην βιαστείτε να κρίνετε απλά διαβάστε μια ιστορία που θα μπορούσε να ήταν κι αληθινή:

“Έφαε τρεις ώρες να θωρεί την οθόνη. Εν εμπορούσε να συγκεντρωθεί. Εκράταν το πιγούνι της τζαι εκοίταζε αλλά χωρίς να θωρεί έξω που το παράθυρο του γραφείου. Πάνω στο γραφείο είσσεν δκυό κουθκιά τσιπς όφκερα τζαι ένα χαρτί σιοκολάτας κιτκατ (κινγκ σάιζ). Ένιωθε απαίσια… όι μόνο που έφαε τον Αγλέωρα αλλά επειδή ένιωθε απογοητευμένη με τον εαυτό της.

Ήταν μια συνηθισμένη νεαρή γυναίκα, ούτε πολλά όμορφη αλλά ούτε τζαι άσσιημη. Απλώς άμμαν την εθώρες στο δρόμο εν θα εγύριζες να την ξαναδείς αλλά ούτε θα την εσχολίαζες αρνητικά. Παρόλο που το ήξερε, εντούτοις εν είσσεν κόμπλεξ για την εμφάνισή της. Ως τζείνο τον τζαιρό τουλάχιστον. Όσπου να κλείσει τα 26.

Πάντα είσσεν τις φίλες της, τις σπουδές της…τα ταξίδκια της… είσσεν κάτι να περιμένει: Να πιάσει το πτυχίο της, να πάει τις διακοπές της, να φκεί έξω με παρέα, να πιάσει δουλειά.

Όταν τα έκαμε τούτα ούλλα ένιωθε ότι εξέχασε ένα πράμα πίσω. Εξέχασε να ερωτευτεί. Είσσεν κάποιες προτάσεις όταν ήταν πιο μιτσιά, αλλά δεν ήθελε τότε να ασχοληθεί με σχέσεις. Εν ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη τότε να ερωτευτεί. Τελευταίως όμως έπνιεν την η μοναξιά… τζαι έφταιεν τον εαυτό της για τούτο…

Εν ήταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Εθώρεν τη μούρη της στον καθρέφτη ατέλιωτες ώρες τζαι δεν εμπορούσε να συμβιβαστεί με τα γονίδιά της. Εκατηγόραν τους προγόνους της που της εδώσαν γαμψή μύτη. Τη μάνα της που δεν της έδωσε τα ωραία μεγάλα- άσπρα δόντια της, τον τζείρη της που της έδωσε τα πολύ λεπτά χείλη της… Παραπάνω όμως εμίσούσε το βάρος της. Εν ήταν ιδιαίτερα γεμάτη. Είχεν τις καμπύλες της. Ήταν ζουμερή.

Σαν εκάθετουν ατάραχη πάνω στο γραφείο του σπιθκιού της, εσκέφτηκε το κομπλιμέντο που της εκάμαν κάποιοι άντρες της παρέας την προηγούμενη νύχτα, ότι επροσέξαν πως έχασε βάρος. Εχαμογέλασε τζαι ανάπνευσε βαθιά. Αμέσως εσηκώθηκε που την καρέκλα τζαι εβούρησε στο μπάνιο. Έσπρωξε την πόρτα βιαστικά τζαι έγονάτησε μπροστά που την τουαλέττα. Έπιασε τα μαλλιά της με το ένα της σσιέρι τζαι έβαλε τα δάκτυλα του άλλου σιερκού βαθιά στο στόμα της….

Εσηκώθηκε πάνω αργά τζαι με τα μάθκια της να στάσσουν δάκρυα… Ένιωθε πολλά καλύτερα με όφκερο το στομάσσι της … όμως κενό εν ήταν μόνο το στομάσσι της, αλλά ούλλος ο ψυχικός της κόσμος. Τί της εσυνέβενε; Εν εμπορούσε να κατάλάβει… Απλά εμίσαν τον εαυτό της. Έθελεν απεγνωσμένα να είναι μια άλλη. Μια λεπτή, μια όμορφη τζαι έξυπνη γυναίκα. Μια γυναίκα που να μην είναι αδιάφορη στους άλλους, κυρίως στους άντρες.

Εδοκίμασε να κάμει τα πάντα για να ανυψώσει το ηθικό της. Άλλαξε το χρώμα του δωματίου της, εγράφτηκε να πηγαίνει χορό αλλά το αίσθημα του κενού εμεγάλωνε κάθε μέρα που εξυπνούσε.

Μια μέρα, μέρα ρουτίνας, εσυνειδητοποίησε ότι ένιώθε μια παράξενη έλξη για κάποιον φίλο της που τον εγνώριζε για αρκετό καιρό. Τελευταίως, αυτός ο κάποιος της έστελνε μυνήματα και της ετηλεφωνούσε. Τα λόγια του δεν ήταν ξεκάθαρα αλλά άφηναν υπονοούμενα που την έκαμναν να κολακέυεται και να αρχίσει να τον βλέπει διαφορετικά. Εζητούσε τζαι τζείνος τώρα να την βλέπει πιο συχνά… τζαι ούλλα έδειχναν ότι κάτι επήεννεν να γίνει…. τζαι έγινε….όι με τζείνην αλλά με μια άλλη γυναίκα. Μετά που την ημέρα που το μαθε επίε σπίτι τζαι έφαε ότι ήβρε στο ψυγείο. Έκλαιε τζαι εν είχε κάποιο να μιλήσει να του πει τον πόνο της… μόνος της φίλος τζαι παρηορκά το φαϊ…

Την άλλη μέρα το πρωί οι γιατροί είπαν: Λυπούμαστε πολύ αλλά κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε να την φέρουμε πίσω στη ζωή… αλλά η υπερβολική ποσότητα των χαπιών που πήρε η κόρη σας ήταν η αιτία του θανάτου της…”